Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Μνήμες του '50 και '60


Ο πατέρας
με τα γιορτινά και "της δηλωτής το λουκούμι".


Η μητέρα, η ήρεμη δύναμη.

Το πάθος για το στριφτό  της δεκάρας και των άλλων των σκληρών της εποχής νομισμάτων.

Το στολισμένο σαμάρι για το ταξίδι στο διπλανό το χωριό.

Το 15ωρο χαρτοπαίγνιο των χριστουγεννιάτικων διακοπών.

Ο θυμός για τους απριλιανούς πραξικοπηματίες

Η χανάκα με τα ζίλια, το ζυμάρι και το χαρτί το πολύχρωμο.

Η κουρελένια μπάλα ποδοσφαίρου.

Η γουρουνίσια φούσκα του βόλεϋ.

Η αστυνομική περιπολία "καθηγητών" στις ατραπούς του χωριού "για το καλό μας".

Οι Λαμπράκηδες , που νόμιζα πως ήταν παλαιστές.

Το σκίτσο του ολυμπιακού στο τζάκι, που προκαλούσε τα παναθηναϊκά μου αισθήματα.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

'Θεμιστοκλής", του Γιάννη Ρίτσου

"Τα δε οστά φασί κομισθήναι αυτού οι προσήκοντες οίκαδε κελεύσαντος εκείνου και τεθήναι κρύφα Αθηναίων εν τη Αττική..."
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, CXXXVIII


Αυτός που λάμπρυνε όσο λίγοι τη χώρα του, αυτός που βαθύτατα
γνώριζε
πως κάθε απελευθέρωση σημαίνει μια καινούργια υποδούλωση,
χειρότερη,
πολύ χειρότερη απ' την πρώτη, αυτός ο μεγαλόπνοος, ο πιο άξιος
απ' όλους μας, τώρα
ύποπτος σ' όλους, παρεξηγημένος, ολομόναχος, κυνηγημένος
από Αθηναίους και Λακεδαιμονίους μαζί -και να μη βρίσκει
ούτε στην Κέρκυρα καν προστασία
(που τον λογιάζαν ευεργέτη τους ).
Έτσι,
μην έχοντας άλλη διέξοδο, πήρε το δρόμο να ζητήσει
απ' τους εχθρούς του σωτηρία
κ' ήξερε πως αυτό προσμέναν οι άλλοι: "Να η απόδειξη της ενοχής του",
"τι τα θέλουμε πιότερα", "να η προδοσία του, ολοφάνερη".
Κ' εκείνος,
μαζεμένος εκεί στην παραστιά**,
με το βρέφος του Αδμήτου στα χέρια,
προσπέφτοντας ικέτης να τον σπλαχνιστεί ο εχθρός του.
Κ' ύστερα,
στη χώρα του Αρταξέρξη -τι πικρές υποδοχές για κείνον,
όσο πιο μεγάλες,
τι γράμματα και τι υποσχέσεις -και τα δώρα
κ' οι τιμές των βαρβάρων:
Η Μαγνησία ολάκερη ψωμί του, η Λάμψακος κρασί του,
η Μισούντα προσφάι του.

Κι αυτός ν' αναβάλει, να ζητά καινούργιες προθεσμίες, να δικαιολογείται:
Να μάθει πρώτα περσικά, να τα μιλήσει κατευθείαν στο βασιλέα,
χωρίς τρίτους,
χωρίς μεταφράσεις κι αναπότρεπτες αλλοιώσεις -όλα θα τα πει:
Το πώς, το τι, το πότε -τίποτα δεν θα κρύψει-, μυστικές οχυρώσεις, τα τρωτά σημεία.
Ώσπου, στο τέλος, το βράδι της "μεγάλης συνάντησης", κ' ενώ ο Αρταξέρξης τον
περίμενε με αδημονία
φορώντας την επίσημη στολή του, εκείνος ντύθηκε τα ελληνικά του
πούχε φέρει απ' την πατρίδα
ολότελα φθαρμένα πια, πλησίασε ήσυχα το πολυσκάλιστο τραπέζι
κ΄έγραψε στους δικούς του μια μικρή παραγγελιά:
"Να μεταφέρετε τα αστά μου
κάπου στην Αττική, κρυφά απ' τους Αθηναίους".
Α, ναι, στην Αττική. Κι άδειασε το ποτήρι
μεμιάς ως κάτω.
Εκεί τον βρήκανε την ίδια νύχτα με τα φτωχικά
του ρούχα,
ακίνητον, γαλήνιον επιτέλους. Και τον πένθησαν βαρύτατα οι
Πέρσες. Ως τα σήμερα,
στην Αγορά της Μαγνησίας, διατηρείται το λαμπρό του μνημείο.
Όσο για τ' άλλο,
για την παραγγελιά του δηλαδή, μήτε που μάθαμε αν ποτές φτάσαν
στην Αττική τα οστά του.

** O Άδμητος, βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, ήταν πολιτικός αντίπαλος του Θεμιστοκλή. Μετά την Κέρκυρα, κυνηγημένος από Αθηναίους και Λακεδαιμονίους, ο Θ.κατέφυγε στην αυλή του Άδμητου, ελπίζοντας να τον βοηθήσει.
Ο Θ. κάθισε, ικέτης, δίπλα στην εστία κρατώντας στα γόνατά του το μωρό του Άδμητου, όπως τον συμβούλευσε η γυναίκα του βασιλιά.
Έτσι, ο Άδμητος τον έθεσε υπό την προστασία του και αρνήθηκε να τον παραδώσει στους Αθηναίους και τους Λακεδαιμονίους που είχαν καταφθάσει στην αυλή του.

Η χρήση του "άμεσα"

Το"άμεσα" και το "αμέσως" έχουν τελείως διαφορετική σημασία.
"Αμεσα" σημαίνει απευθείας, χωρίς παρέμβαση άλλων.
π.χ Κατηγορήθηκε, γιατί αγνόησε την ιεραρχία και απευθύνθηκε άμεσα στον διευθυντή του.
Μόνο το "αμέσως" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για χρονικό προσδιορισμό.
Σπάνια, όμως, βλέπουμε γραμμένο ή ακούμε το "άμεσα" με τη σωστή του σημασία.
 

Παραδείγματα λαθεμένης χρήσης τού "άμεσα"

Η πυροσβεστική έφθασε άμεσα (δηλαδή δεν έκανε... ζικ-ζακ)
Οι μαθητές βλέποντας τον διευθυντή σταμάτησαν τη διένεξή τους άμεσα (δηλαδή;)



Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Μια φοιτήτρια για τον Αλέξανδρο

Το τραγικό τέλος του Αλέξανδρου έχει κάτι το σχεδόν ειρωνικό: ένα παιδί των βορείων προαστίων και των ιδιωτικών σχολείων έγινε σύμβολο των Εξαρχείων.
Δεν ήταν ακριβώς σύμβολο, αλλά τον κάναμε σύμβολο, γιατί απλώς το είχαμε ανάγκη.
Ο θάνατός του λειτούργησε σαν τον μαγικό καθρέφτη των επιθυμιών: όλοι κοιτάζουν τον ίδιο καθρέφτη, αλλά ο καθένας βλέπει μέσα σε αυτόν να αποτυπώνεται κάτι διαφορετικό.
Ο μαθητής το άθλιο εκπαιδευτικό σύστημα, ο φοιτητής τα ιδιωτικά κολέγια, ο εργαζόμενος τα παραβιασθέντα εργασιακά του δικαιώματα, ο νέος τον φόβο της ανεργίας, η νοικοκυρά τις υψηλές τιμές, ο έμπορος τα μειωμένα του κέρδη.
Πάνω σε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί φορτώσαμε όλοι μας τα προβλήματα του παρόντος και τους φόβους του μέλλοντος. Ολοι σκεφτήκαμε κάτι διαφορετικό, αλλά νιώσαμε το ίδιο και αντιδράσαμε το ίδιο.
Κατεβήκαμε στην πορεία και φωνάξαμε συνθήματα τόσο για εκείνον που χάθηκε όσο και για εμάς που φοβόμαστε ότι θα χαθούμε σύντομα, αν δεν κάνουμε κάτι.
Ο δρόμος που περπατούσαμε κάθε μέρα υπηρετώντας το σύστημα, για να πάμε στη σχολή, στη δουλειά, στα μαγαζιά, μέσα σε μια μόνο νύχτα έγινε ο δρόμος που περπατούσαμε χτυπώντας το σύστημα, για να διαμαρτυρηθούμε, να καταγγείλουμε, να παλέψουμε, να ξεσπάσουμε.
Αυτός ο πυροβολισμός στα Εξάρχεια τρόμαξε την κοινωνία- την έκανε να δει τι συμβαίνει όταν πάψεις να παλεύεις και να διεκδικείς, την ξύπνησε έστω και λίγο απότομα. Η σφαίρα αυτή έκλεισε για πάντα τα μάτια του Αλέξανδρου, αλλά άνοιξε τα μάτια της κοινωνίας.
Αντίο, Αλέξανδρε.
Οταν σταμάτησε να χτυπά η καρδιά σου, άρχισε να κινείται η ελληνική κοινωνία.
Σε θυσιάσαμε, σε χρησιμοποιήσαμε, αλλά και σε αγαπήσαμε. Ευχαριστούμε και συγγνώμη.

www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=6&artid=246200