Στο γραφείο μου, στις τσέπες μου, στα χαρτιά μου έβρισκες καθρέφτες και καθρεφτάκια.
Παρακολοθούσα ένα κλειστό σπυρί, τοσοδά, σα ρεβίθι, σπυράκι.
Το παρακολουθούσα στα καθρεφτάκια και στο ποτήρι, ακόμα.
Λαχταρούσα να σπάσει, να εξαφανιστεί,.
Αυτή ήταν η προσμονή μου, η λαχτάρα μου, για να βουλώσω τα κακά στόματα που με θέλανε λεπρό.
Μου χάρισε αυτό το γυαλί ηδονές, ξαφνιάσματα και απογοητεύσεις.
Έστειλα στον εφευρέτη του ευκές που θα γαργαλούσαν κι ατσαλένιο χαρακτήρα.
Μα και κατάρες που θα τρομάζανε και λεπρό της Σπιναλόγκας.
Καμιά φορά δεν έβλεπα τίποτε στο πρόσωπό μου και χοροπηδούσα, φιλούσα τον καθρέφτη..
Αλλά για μια στιγμή, για λίγο, για δευτερόλεφτα...
Κάποια μέρα, το πρόσωπό μου γέμισε γρόμπους, τόσους που δεν χωρούσαν άλλους.
Επαψα, πια, να καθρεφτίζομαι.
Μίσημα και τσάκισα όλους τους καθρέφτες, να απαλαγώ για πάντα από δαύτους.Ο χωροφύλακας με οδήγησε στη βάρκα, για "απέναντι", στη Σπιναλόγκα.
Ένα πλήθος ανθρώπων, με τα σημάδια στο πρόσωπο, περίμεναν στην αποβάθρα.
Λες και μαζευτήκανε για να μου φωνάξουνε με τον πιο τρομερό σαρκασμό:
"Ποιος σου 'πε πως δε θα ξαναδείς καθρέφτη;"
1 σχόλιο:
Δυνατό κείμενο. Όπως και οι δυο προηγούμενες αναρτήσεις σου, "Η αλήθεια πρέπει να γελάει" και "Συνάντησες το Θεό εκεί πάνω;" Πρέπει να ανεβάζεις κείμενα πιο συχνά.
Δημοσίευση σχολίου