"Τα δε οστά φασί κομισθήναι αυτού οι προσήκοντες οίκαδε κελεύσαντος εκείνου και τεθήναι κρύφα Αθηναίων εν τη Αττική..."
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, CXXXVIII
Αυτός που λάμπρυνε όσο λίγοι τη χώρα του, αυτός που βαθύτατα
γνώριζε
πως κάθε απελευθέρωση σημαίνει μια καινούργια υποδούλωση,
χειρότερη,
πολύ χειρότερη απ' την πρώτη, αυτός ο μεγαλόπνοος, ο πιο άξιος
απ' όλους μας, τώρα
ύποπτος σ' όλους, παρεξηγημένος, ολομόναχος, κυνηγημένος
από Αθηναίους και Λακεδαιμονίους μαζί -και να μη βρίσκει
ούτε στην Κέρκυρα καν προστασία
(που τον λογιάζαν ευεργέτη τους ).
Έτσι,
μην έχοντας άλλη διέξοδο, πήρε το δρόμο να ζητήσει
απ' τους εχθρούς του σωτηρία
κ' ήξερε πως αυτό προσμέναν οι άλλοι: "Να η απόδειξη της ενοχής του",
"τι τα θέλουμε πιότερα", "να η προδοσία του, ολοφάνερη".
Κ' εκείνος,
μαζεμένος εκεί στην παραστιά**,
με το βρέφος του Αδμήτου στα χέρια,
προσπέφτοντας ικέτης να τον σπλαχνιστεί ο εχθρός του.
Κ' ύστερα,
στη χώρα του Αρταξέρξη -τι πικρές υποδοχές για κείνον,
όσο πιο μεγάλες,
τι γράμματα και τι υποσχέσεις -και τα δώρα
κ' οι τιμές των βαρβάρων:
Η Μαγνησία ολάκερη ψωμί του, η Λάμψακος κρασί του,
η Μισούντα προσφάι του.
Κι αυτός ν' αναβάλει, να ζητά καινούργιες προθεσμίες, να δικαιολογείται:
Να μάθει πρώτα περσικά, να τα μιλήσει κατευθείαν στο βασιλέα,
χωρίς τρίτους,
χωρίς μεταφράσεις κι αναπότρεπτες αλλοιώσεις -όλα θα τα πει:
Το πώς, το τι, το πότε -τίποτα δεν θα κρύψει-, μυστικές οχυρώσεις, τα τρωτά σημεία.
Ώσπου, στο τέλος, το βράδι της "μεγάλης συνάντησης", κ' ενώ ο Αρταξέρξης τον
περίμενε με αδημονία
φορώντας την επίσημη στολή του, εκείνος ντύθηκε τα ελληνικά του
πούχε φέρει απ' την πατρίδα
ολότελα φθαρμένα πια, πλησίασε ήσυχα το πολυσκάλιστο τραπέζι
κ΄έγραψε στους δικούς του μια μικρή παραγγελιά:
"Να μεταφέρετε τα αστά μου
κάπου στην Αττική, κρυφά απ' τους Αθηναίους".
Α, ναι, στην Αττική. Κι άδειασε το ποτήρι
μεμιάς ως κάτω.
Εκεί τον βρήκανε την ίδια νύχτα με τα φτωχικά
του ρούχα,
ακίνητον, γαλήνιον επιτέλους. Και τον πένθησαν βαρύτατα οι
Πέρσες. Ως τα σήμερα,
στην Αγορά της Μαγνησίας, διατηρείται το λαμπρό του μνημείο.
Όσο για τ' άλλο,
για την παραγγελιά του δηλαδή, μήτε που μάθαμε αν ποτές φτάσαν
στην Αττική τα οστά του.
** O Άδμητος, βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, ήταν πολιτικός αντίπαλος του Θεμιστοκλή. Μετά την Κέρκυρα, κυνηγημένος από Αθηναίους και Λακεδαιμονίους, ο Θ.κατέφυγε στην αυλή του Άδμητου, ελπίζοντας να τον βοηθήσει.
Ο Θ. κάθισε, ικέτης, δίπλα στην εστία κρατώντας στα γόνατά του το μωρό του Άδμητου, όπως τον συμβούλευσε η γυναίκα του βασιλιά.
Έτσι, ο Άδμητος τον έθεσε υπό την προστασία του και αρνήθηκε να τον παραδώσει στους Αθηναίους και τους Λακεδαιμονίους που είχαν καταφθάσει στην αυλή του.
γνώριζε
πως κάθε απελευθέρωση σημαίνει μια καινούργια υποδούλωση,
χειρότερη,
πολύ χειρότερη απ' την πρώτη, αυτός ο μεγαλόπνοος, ο πιο άξιος
απ' όλους μας, τώρα
ύποπτος σ' όλους, παρεξηγημένος, ολομόναχος, κυνηγημένος
από Αθηναίους και Λακεδαιμονίους μαζί -και να μη βρίσκει
ούτε στην Κέρκυρα καν προστασία
(που τον λογιάζαν ευεργέτη τους ).
Έτσι,
μην έχοντας άλλη διέξοδο, πήρε το δρόμο να ζητήσει
απ' τους εχθρούς του σωτηρία
κ' ήξερε πως αυτό προσμέναν οι άλλοι: "Να η απόδειξη της ενοχής του",
"τι τα θέλουμε πιότερα", "να η προδοσία του, ολοφάνερη".
Κ' εκείνος,
μαζεμένος εκεί στην παραστιά**,
με το βρέφος του Αδμήτου στα χέρια,
προσπέφτοντας ικέτης να τον σπλαχνιστεί ο εχθρός του.
Κ' ύστερα,
στη χώρα του Αρταξέρξη -τι πικρές υποδοχές για κείνον,
όσο πιο μεγάλες,
τι γράμματα και τι υποσχέσεις -και τα δώρα
κ' οι τιμές των βαρβάρων:
Η Μαγνησία ολάκερη ψωμί του, η Λάμψακος κρασί του,
η Μισούντα προσφάι του.
Κι αυτός ν' αναβάλει, να ζητά καινούργιες προθεσμίες, να δικαιολογείται:
Να μάθει πρώτα περσικά, να τα μιλήσει κατευθείαν στο βασιλέα,
χωρίς τρίτους,
χωρίς μεταφράσεις κι αναπότρεπτες αλλοιώσεις -όλα θα τα πει:
Το πώς, το τι, το πότε -τίποτα δεν θα κρύψει-, μυστικές οχυρώσεις, τα τρωτά σημεία.
Ώσπου, στο τέλος, το βράδι της "μεγάλης συνάντησης", κ' ενώ ο Αρταξέρξης τον
περίμενε με αδημονία
φορώντας την επίσημη στολή του, εκείνος ντύθηκε τα ελληνικά του
πούχε φέρει απ' την πατρίδα
ολότελα φθαρμένα πια, πλησίασε ήσυχα το πολυσκάλιστο τραπέζι
κ΄έγραψε στους δικούς του μια μικρή παραγγελιά:
"Να μεταφέρετε τα αστά μου
κάπου στην Αττική, κρυφά απ' τους Αθηναίους".
Α, ναι, στην Αττική. Κι άδειασε το ποτήρι
μεμιάς ως κάτω.
Εκεί τον βρήκανε την ίδια νύχτα με τα φτωχικά
του ρούχα,
ακίνητον, γαλήνιον επιτέλους. Και τον πένθησαν βαρύτατα οι
Πέρσες. Ως τα σήμερα,
στην Αγορά της Μαγνησίας, διατηρείται το λαμπρό του μνημείο.
Όσο για τ' άλλο,
για την παραγγελιά του δηλαδή, μήτε που μάθαμε αν ποτές φτάσαν
στην Αττική τα οστά του.
** O Άδμητος, βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, ήταν πολιτικός αντίπαλος του Θεμιστοκλή. Μετά την Κέρκυρα, κυνηγημένος από Αθηναίους και Λακεδαιμονίους, ο Θ.κατέφυγε στην αυλή του Άδμητου, ελπίζοντας να τον βοηθήσει.
Ο Θ. κάθισε, ικέτης, δίπλα στην εστία κρατώντας στα γόνατά του το μωρό του Άδμητου, όπως τον συμβούλευσε η γυναίκα του βασιλιά.
Έτσι, ο Άδμητος τον έθεσε υπό την προστασία του και αρνήθηκε να τον παραδώσει στους Αθηναίους και τους Λακεδαιμονίους που είχαν καταφθάσει στην αυλή του.
1 σχόλιο:
Τι σχόλιο να κάνεις...
Δημοσίευση σχολίου